τόνος

τόνος
I
(λ. γαλλ.)
1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά.
2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων.
3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό.
II
1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής.
2. απόχρωση της φωνής: Μελαγχολικός τόνος.
3. ζωηρότητα, δύναμη: Η αγόρευσή του έδωσε τόνο στη διαδικασία.
4. η ελαστική τάση των ζωντανών ιστών, η τονικότητα: Μυϊκός τόνος.
5. σημείο (οξεία, περισπωμένη) πάνω σε συλλαβή λέξης, που δείχνει το ύψωμα της φωνής στην προφορά: Στη λέξη κλίμα ο τόνος είναι στο κλι-, όχι στο -μα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τόνος —         (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… …   Философская энциклопедия

  • τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… …   Dictionary of Greek

  • μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… …   Dictionary of Greek

  • τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”