- τόνος
- I(λ. γαλλ.)1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά.2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων.3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό.II1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής.2. απόχρωση της φωνής: Μελαγχολικός τόνος.3. ζωηρότητα, δύναμη: Η αγόρευσή του έδωσε τόνο στη διαδικασία.4. η ελαστική τάση των ζωντανών ιστών, η τονικότητα: Μυϊκός τόνος.5. σημείο (οξεία, περισπωμένη) πάνω σε συλλαβή λέξης, που δείχνει το ύψωμα της φωνής στην προφορά: Στη λέξη κλίμα ο τόνος είναι στο κλι-, όχι στο -μα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.